- ὑγιοποιέω
- ὑγῐο-ποιέω,A make sound, heal, D.S.32.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑγιοποιήσας — ὑγιοποιήσᾱς , ὑγιοποιέω make sound aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)